- πλαταγώνιον
- τὸ, Α1. το πλατύ φύλλο τής παπαρούνας ή τής ανεμώνης2. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο οι ερωτευμένοι, αφού έκλειναν το αριστερό τους χέρι και τοποθετούσαν ανάμεσα στον αντίχειρα και στον δείκτη πέταλο παπαρούνας ή ανεμώνας τό χτυπούσαν ξαφνικά με την παλάμη τού δεξιού τους χεριού και από τον θόρυβο που παράγονταν μάντευαν τις διαθέσεις τού αγαπημένου τους προσώπου3. (κατά το λεξ. Σούδα) είδος παιδικού αθύρματος, πλαταγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλαταγή + επίθημα -ώνιον (πρβλ. πετρ-ώνιον; πέτρα)].
Dictionary of Greek. 2013.