πλαταγώνιον

πλαταγώνιον
τὸ, Α
1. το πλατύ φύλλο τής παπαρούνας ή τής ανεμώνης
2. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο οι ερωτευμένοι, αφού έκλειναν το αριστερό τους χέρι και τοποθετούσαν ανάμεσα στον αντίχειρα και στον δείκτη πέταλο παπαρούνας ή ανεμώνας τό χτυπούσαν ξαφνικά με την παλάμη τού δεξιού τους χεριού και από τον θόρυβο που παράγονταν μάντευαν τις διαθέσεις τού αγαπημένου τους προσώπου
3. (κατά το λεξ. Σούδα) είδος παιδικού αθύρματος, πλαταγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλαταγή + επίθημα -ώνιον (πρβλ. πετρ-ώνιον; πέτρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλαταγώνιον — broad petal of the poppy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαταγωνίῳ — πλαταγώνιον broad petal of the poppy neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαταγώνια — πλαταγώνιον broad petal of the poppy neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαταγώνι' — πλαταγώνια , πλαταγώνιον broad petal of the poppy neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”